ἀσέλγη — ἀ̱σέλγη , ἀσελγέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀσελγέω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) ἀσελγέω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
блоудьникъ — БЛОУДЬНИК|Ъ (94), А с. 1.Тот, кто заблуждается, ошибается, исповедует ложное учение; нарушает правила: Аще калоугер лѩжеть без молитвы игоуменѣ. то блоудьника и б҃ъ наречеть. СбТр XII/XIII, 50 об.; написахъ вамъ [христианам] въ ѥпистолии. не… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
PARIETIBUS vivis homines includendi mos — inter Veter. supplicia, memoratur Iul. Capitolino. Ita enim is de Opilio Macrino, c. 12. Urvos etiam homines parietibus inclusit, ac struxit. Quod unicô verbô Graeci exprimunt, quod est ἐγκατοικοδομεῖν, horumque imitatione Germani, einmauren;… … Hofmann J. Lexicon universale
αποπλάνηση — Εκτροπή από την ευθεία οδό, παραπλάνηση, εξαπάτηση, ξεμυάλισμα, διαφθορά. (Αστρον.) α. του φωτός. Είναι ένα φαινόμενο που γίνεται εύκολα νοητό, αν σκεφτούμε τι συμβαίνει όταν βρέχει και βρισκόμαστε σε μεταφορικό μέσο που κινείται με μεγάλη… … Dictionary of Greek
εναπερεύγω — ἐναπερεύγω (AM) ξερνώ, κάνω εμετό μέσα ή πάνω σε κάτι μσν. μέσ. ξερνώ, ξεβράζω κάποιον σ έναν τόπο αρχ. (μτφ. για ασελγή πράξη) εκσπερματίζω … Dictionary of Greek
κωμαστής — κωμαστής, οῡ, ὁ (Α) [κωμάζω] 1. αυτός που έπαιρνε μέρος σε κώμο, αυτός που περιερχόταν την πόλη τραγουδώντας και χορεύοντας («κωμαστῶν δέ τινων περιτυχόντων αὐτοῡ τῇ γυναικὶ καὶ πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ», Πλούτ.) 2. (στην Αίγυπτο) αυτός που… … Dictionary of Greek
σιναμωρώ — έω, Α [σινάμωρος] βλάπτω με τρόπο αναιδή ή ασελγή … Dictionary of Greek